πόστα — πόστος which in the ordinal series? neut nom/voc/acc pl πόστᾱ , πόστος which in the ordinal series? fem nom/voc/acc dual πόστᾱ , πόστος which in the ordinal series? fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόστα — η (λ. ιταλ.) 1. ταχυδρομείο. 2. βραδυκίνητος σιδηροδρομικός συρμός. 3. επιτίμηση, επίπληξη, αλλ. κατσάδα: Κάτι πήγε να πει, αλλά του έβαλα πόστα κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
κοζάκοι — Ονομασία νομαδικών πληθυσμών, εγκατεστημένων κυρίως στις στέπες κατά μήκος του κάτω ρου των ποταμών Ντον και Δνείπερου. Συγκεντρωμένοι σε κοινότητες (όμπστσινι) οργανωμένες στρατιωτικά, ήταν χωρισμένοι σε εκατονταρχίες και μέσω των γενικών… … Dictionary of Greek
μίζα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,4 και βρίσκεται σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,12. Διεθνώς ονομάζεται Misa 569. * * … Dictionary of Greek
μπρατσόλι — το 1. στήριγμα ανακλίντρου ή πολυθρόνας πάνω στο οποίο αυτός που κάθεται ακουμπά τον βραχίονα ή τον αγκώνα του 2. ναυτ. χαλύβδινο στέλεχος με σχήμα αμβλείας γωνίας, που ενώνει το καμάρι και την πόστα στα πλευρά τού σκάφους ή άλλα τμήματα τού… … Dictionary of Greek
πόστο — το, Ν 1. επίκαιρη θέση για έλεγχο, για παρακολούθηση, για κυνήγι, για εμπορικές δραστηριότητες 2. σημαντική θέση σε δημόσια ή άλλη υπηρεσία 3. φρ. «αφήνω κάποιον στο πόστο μου» αφήνω κάποιον να με αναπληρώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posto (βλ. και λ … Dictionary of Greek
Ζέλιαν, Στίβεν — (Steven Zaillian, Καλιφόρνια 1953 –). Αμερικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το γράψιμο ιστοριών που διακατέχονται συνήθως από ανθρώπινα αδιέξοδα σε… … Dictionary of Greek
post — POST1 Element de compunere care înseamnă după , ulterior şi care serveşte la formarea unor substantive, a unor adjective şi a unor verbe. – Din lat. post, fr. post . Trimis de oprocopiuc, 03.04.2004. Sursa: DEX 98 POST2, posturi, s.n. 1.… … Dicționar Român
μίζα — η (λ. γαλλ.) 1. το ποσό που ορίζει κάποιος για να παίξει σε τυχερό παιχνίδι, η πόστα. 2. μερίδιο που παίρνει κανείς γιατί βοήθησε σε ύποπτη δουλειά: Παίρνει μίζα από το λαθρεμπόριο τσιγάρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)